- πεφεισμένως
- πεφεισμένωςsparinglyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεφεισμένως — ΜΑ επίρρ. με φειδώ, με προφύλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφεισμένος τού φείδομαι] … Dictionary of Greek
υπαφίσταμαι — Α αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»] … Dictionary of Greek
φειδάλφιτος — ίτου, ὁ, Α 1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή 2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός. επίρρ... φειδαλφίτως Α 1. φειδωλά 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον… … Dictionary of Greek